κορφούγκι (το)
γαλατόπιτα που γίνεται με το πρώτο γάλα των προβάτων και των γιδών, το λεγόμενο γουλιάστρα. Η γουλιάστρα πήζει στη φωτιά.
Πολλοί έφκιαναν καρφούγκια, ψήνοντας τη γουλιάστρα μέσα σε φύλλα κουτσούνας, ειδικά διασκευασμένα προς τούτο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κορφοῦγκι /τὸ/ (κορυφή, ἀγγεῖον, Ἰ. conficere;) = λίχνευμα παρασκευαζόμενον ἀπὸ πρωτόγαλα πηγνυόμενον διὰ θερμάνσεως ἐντὸς φύλλων κρεμμύδας (κουτσούνας) καταλλήλως διασκευαζομένων τῇ βοηθείᾳ ξυλαρίων.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Κορφούγγι = τό πρῶτο γάλα μετά τήν γέννηση τῶν μηρυκαστικῶν πού ψήνεται μέσα σέ κατάλληλα κατασκευασμένου φύλλου κρεμμύδας, εἶναι σπάνιο ἔδεσμα γιατί ἀπαιτεῖ πολύ ὑπομονή καί πολύ ἐπιμονή.
Κορφούγκια, τα: Το πυκνόρευστο λιπώδες πρωτόγαλα από τις κατσίκες, παρασκευασμένο ομελέτα λίαν δυναμωτικό για τα παιδιά. Το καταπληκτικότερο όλων είναι η πανάρχαια ονοματοδοσία του, όπως προκύπτει από την ετυμολογία του, εκ του Ομηρικού ρήμ. κορθύω = κορυφώ, («κύμα κορθύεται»), η κόρθυς = κορυφή + ούθαρ = ο μαστός των ζώων. Η κόρυς-υθος, κόρυθα και κόρυν (κάρα) = το κράνος, η περικεφαλαία, η κεφαλή. Έτσι εξ όλων η λέξη Κορφούγκια, δηλώνει τα παράγωγα του πρωτογάλακτος εκ του μαστού των αμνοεριφίων.
Γλωσσάριο Ιωάννας. Κόκλα