κόπουλο 28 Ιαν, 2017 Κ 0 Σχόλια 0 Κόπουλο (κόπτω-αλον) = πελεκοῦδι, ξυλάριον ἀπεστρογγυλωμένον ἐκβρασθὲν ὑπὸ τῆς θαλάσσης.