Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κοντέσι (το)

αντρικός και γυναικείος επενδυτής, χωρίς μανίκια, πανωφόρι (φλοκάτα).
Σε κατγρφ. 1783: “κοντέσι γυναικείο φοριάδο (=στολισμένο)” – 1738: “κοντέσι κουτζομάνικο, ουζάδο κόκκινο” – 1747: “δια κοντέσι της κοπελός”.
Το αντρικό και γυναικείο ήταν μέρος της παλιάς ενδυμασίας. Και το μεν αντρικό φορέθηκε ως το 1930-40, το δε γυναικείο φοριέται μέχρι σήμερα, αλλά πολύ σπάνια θα το δεις. Το αντρικό κοντέσι ήταν μαύρο, ενώ το γυναικείο (παλιότερα, πιο πολύ) διαφόρων χρωμάτων. Τον τελευταίο αιώνα ήταν κι αυτό μαύρο. (Η Λευκαδίτικη λαϊκή φορεσιά. σελ 46).

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κοντέσι /τὸ/ (κοντός, Ἰ. coda-ezza) = φλοκάτη ἀνδρικὴ βραχεῖα τῆς ἐγχωρίας ἀμφιέσεως.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Κοντέσι, το: Το κοντύτερο εξωτερικό ένδυμα της παραδοσιακής λευκαδίτικης φορεσιάς, εκ του ρ. κεντέω = κεντώ, κεντρίζω, εξ ου κόνταξ-ακος = ο κοντός, το κοντάκιον (σύντομος ύμνος), το κοντάριον (μικρό κοντάρι), κοντοφόρος, κ.λ.π. (Λεξ. Αρχ. Ελλην. Ι. Σταματάκου και Ομηρ. Λεξ. Πανταζίδου).

Γλωσσάριο Ιωάννας. Κόκλα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.