κόνσολας (ο)
πληθ.: κονσόλοι = αλάνια, μόρτες, πειραχτήρια, παλιόπαιδα.
φράση: “Δε μας αφήνουν οι κονσόλοι (ή η κονσολαρία) ήσυχους”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κόνσολας /ὁ/ (Ἰ. console) = ἄεργος, διεφθαρμένος, ἀλήτης.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Κόνσολοι (οι). Αντιπρόσωπος κράτους, πρόξενος. Από το λατινικό consul, ιταλικά consolo. Κατά το λεξικό console, ουσιαστικό αρσενικό, πρόξενος, ύπατος και η κονσόλα το έπιπλο.
Σε μας οι κονσόλοι, οι μόρτες ή αλήτες.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης