κονσέρβα
Κονσέρβα /ἡ/ (Ἰ. conserva) = διατηρημένον τρόφιμον καὶ ἰδίως τοματοπολτός. «βάλε καὶ λίγη κονσέρβα στ’ μανέστρα».
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Κονσέρβα /ἡ/ (Ἰ. conserva) = διατηρημένον τρόφιμον καὶ ἰδίως τοματοπολτός. «βάλε καὶ λίγη κονσέρβα στ’ μανέστρα».