Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κόμοδο (το)

άνεση, ευκολία, ανάπαυση, τρόποι και μέσα άνεσης.
φράση: “Αυτό το σπίτι έχει όλα τα κομόδα” = όλες τις ανέσεις, σε χώρους, επίπλωση, σκεύη νυχτερινών αναγκών κ.τ.λ.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κόμοδο /τὸ/ (Ἰ. comodo) = ἄνεσις, εὐκολία, πρᾶγμα εὔχρηστον καὶ ἐξυπηρετικόν.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


(ιταλ. comodo): εύχρηστο, άνεση, ευκολία

Γλωσσάριο Ελένης Γράψα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.