κολπάδος (ο)
ο άνθρωπος που έπαθε κόλπο, δηλαδή ημιπληγία.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κολπάδος -α -ο (Ἰ. colpire) = ὁ παθὼν ἡμιπληγίαν, ὁ ἡμίπληκτος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
ο άνθρωπος που έπαθε κόλπο, δηλαδή ημιπληγία.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κολπάδος -α -ο (Ἰ. colpire) = ὁ παθὼν ἡμιπληγίαν, ὁ ἡμίπληκτος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης