κολόβι 28 Οκτ, 2017 Κ 0 Σχόλια 0 Κολόβι, § δεσμὸς ἐξ ἑκατὸν φυτῶν ἀμπέλου ἢ βούρλων. Σημ. ἐκ τοῦ κολοβός.