κολοκυθόψιχα (η)
η ψίχα του κοινού νεροκολόκυθου, της λεγόμενης καραμπάτσας (= κοινώς μπαρμπαρέσικο) και τη ρίζα της φτελιάς, αφού την έπλεναν πολύ καλά και κατόπιν ανακάτευαν αυτά και τα έβραζαν, και γινόταν ένα κατάπλασμα που το ΄βαναν κατάσαρκα σε απόστημα, ώσπου άνοιγε.