κολλαρίζω 26 Ιαν, 2017 Κ 0 Σχόλια 0 Κολλαρίζω (κόλλα) = εἶμαι κολλώδης, ἔχω ἐπαλειφθῇ μὲ κολλώδη οὐσίαν.