Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κοκορίχτομαι

  1. κοκορεύομαι, παινεύομαι και κομπάζω μιμούμενος τη φωνή του κόκκορα.
  2. σπερμολογώ, διαδίδω φανταστικά πράγματα

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κοκορίχτομαι (ἠχητ.) = κακκαρίζω κομπαστικῶς ὡς ὁ ἀλέκτωρ, διαδίδω φανταστικὰς εἰδήσεις.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


βλ. και κοκκορήχτω καὶ κοκκορρίχνω

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.