κοκορίχτομαι
- κοκορεύομαι, παινεύομαι και κομπάζω μιμούμενος τη φωνή του κόκκορα.
- σπερμολογώ, διαδίδω φανταστικά πράγματα
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κοκορίχτομαι (ἠχητ.) = κακκαρίζω κομπαστικῶς ὡς ὁ ἀλέκτωρ, διαδίδω φανταστικὰς εἰδήσεις.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
βλ. και κοκκορήχτω καὶ κοκκορρίχνω