κοκκιάρω και κοκιέρνω
σημαδεύω, πετυχαίνω το στόχο, “λαβαίνω” κάτι.
φράση: “Τον έλαβα”, δηλ. τον πέτυχα.
Απειλή με πέτρα στο χέρι: “Κάτσε καλά, γιατί θα σε λάβω”.
Το κοκκιάρω σπανίζει.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κοκκιάρω καί κοκιέρνω (Ἰ. cocca) = εὐστοχῶ εἰς ρίψιν λίθου ἢ ἄλλου πράγματος, πετυχαίνω τὸν στόχον.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Σημαδεύω. Είναι το κωκεύω, τοξεύω, σκοποβολώ. Εκ του ακωκή, θα πει βέλος. (“Ηπειρωτικόν Γλωσάριον”, 54). Το cocca του Λάζαρη, άσχετο. Λέγεται και κοκέρνω.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης