Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κοκκαλιάζω

  1. κρυώνω πολύ, παγώνω. φράσεις: “Εκοκκάλιασα από το κρύο” – “Εκοκκαλιάσανε τα χέρια μου”.
  2. πεθαίνω, φράση: “πάει εκοκκάλιασε, ο δυστυχής, τα παρέδωσε”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κοκκαλιάζω (κόκκαλος, Ἰ. concavo) = πάσχω νεκρικὴν ἀκαμψίαν, ξηραίνομαι, παγώνω

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.