κοκκαλιάζω
- κρυώνω πολύ, παγώνω. φράσεις: “Εκοκκάλιασα από το κρύο” – “Εκοκκαλιάσανε τα χέρια μου”.
- πεθαίνω, φράση: “πάει εκοκκάλιασε, ο δυστυχής, τα παρέδωσε”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κοκκαλιάζω (κόκκαλος, Ἰ. concavo) = πάσχω νεκρικὴν ἀκαμψίαν, ξηραίνομαι, παγώνω
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης