Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κοκκάλα (η)

  1. πάγος φυσικός σε λακκούβες, ρυάκια, δοχεία κ.λπ. κατά το χειμώνα.
  2. μεγάλο κόκκαλο χοντρού ζώου.
    φράσεις προκειμένου για ανθρώπους: “Ποιος ξέρει πού θ΄ αφήσομε την κοκκάλα μας;” – “Άφησε την κοκκάλα του στα χιόνια”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κοκκάλα /ἡ/ (κόκκαλος, Ἰ. concavo) = μέγα κόκκαλον, πάγος φυσικὸς τῆς ὑπαίθρου.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.