κοφίνι (το)
ψηλή κόφα. Τα χρησιμοποιούσαν κυρίως -πάντα ζευγάρι- για να μεταφέρουν σταφύλια, από το απέλι στο σπίτι. “Μου δανείζεις τα κοφίνια σου γιατί έχω τρύγο;”. Μερικά κοφίνια τα ΄πλεκαν όλο με βέργες, χωρίς καλάμια. Τα μικρά τα ΄λεγαν κοφινόπουλα. ‘Ολα τα κοφίνια είχαν δυο γερά χερούλια και η θέση τους ήταν στο κατώγι.
Σε κτγρφ. του 1706: “κοφίνι βέργινο”, και σε άλλη του 1824: “τρία κοφινόπουλα”.
βλ. και κοφφίνι.
Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη