Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κλούβιος -α -ο

ο χαλασμένος, ο αλλοιωμένος, ο μπαγιάτικος. Οι χαρακτηρισμοί αυτοί λέγονται για τα αυγά.

μτφ.: ο ανόητος, ο κουτός.
φράση: “Το κεφάλι σου είναι κλούβιο”.

Ευχή: Το πρωί της Πρωτοχρονιάς σηκώνονται οι γυναίκες και κοίταζαν τα βουνά και έλεγαν: “Καλημέρα σας, βουνά, και καλή Πρωτοχρονιά. Σίδερο το κεφάλι μου και κλούβιο το δικό σας”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κλούβιος -α -ο (κλωβὸς-ειος, Ἰ. globo) = ἡμίκενος, κενός, ἀποσυντεθειμένος, ραγισμένος.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.