κλούβιος -α -ο
ο χαλασμένος, ο αλλοιωμένος, ο μπαγιάτικος. Οι χαρακτηρισμοί αυτοί λέγονται για τα αυγά.
μτφ.: ο ανόητος, ο κουτός.
φράση: “Το κεφάλι σου είναι κλούβιο”.
Ευχή: Το πρωί της Πρωτοχρονιάς σηκώνονται οι γυναίκες και κοίταζαν τα βουνά και έλεγαν: “Καλημέρα σας, βουνά, και καλή Πρωτοχρονιά. Σίδερο το κεφάλι μου και κλούβιο το δικό σας”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κλούβιος -α -ο (κλωβὸς-ειος, Ἰ. globo) = ἡμίκενος, κενός, ἀποσυντεθειμένος, ραγισμένος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης