Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κλώθω

γνέθω στη ρόκα, είμαι αδρανής, κλωθογυρίζω χωρίς να αποδίδω έργο, ή λόγω οκνηρίας ή λόγω υγείας.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κλώθω (κλώζω) = ἐκβάλλω τὴν φωνὴν τῆς κλώσσης, κλωσσάω, ἀδρανῶ, οἰκουρῶ λόγῳ βεβλαμμένης ὑγείας, περιστρέφω ἔριον ἢ βάμβακα κ.τ.ὅ. πρὸς παραγωγὴν νήματος.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Κλώθω = κλωσσάω, κάνω κάτι μέ πολλή βαριεστημάρα καί χωρίς ὄρεξη.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.