Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κλώστης (ο)

σιδερένιο αδράχτι, που στο επάνω μέρος έχει ένα στεφάνι ακτινωτό και λίγο ψηλότερα άγγιστρο στο οποίο σκαλώνει η κλωστή που θέλουν να στρίψουν, γιατί αυτός είναι ο περιορισμός του κλώστη: να στρίβει το νήμα – λινό συνήθως – και να δημιουργεί γερή κλωστή, τα λεγόμενα ράμματα.
Πώς λειτουργεί; η γυναίκα με το αριστερό της χέρι κρατεί το κουβάρι του άστριφτου νήματος, ενώ με το δεξί βαστάει τον κλώστη που τον σβουρίζει στο μηρό της (στη ποδιά της). Έτσι ο κλώστης παίρνει φόρα και γυρίζει γλήγορα σα σβούρα. Το νήμα στρίβεται και στριμμένο μαζεύεται ολοένα και κουβαριάζεται στη βέργα του κλώστη, απ΄ όπου θα μαζευτεί το νέο κουβάρι με τα ράμματα. Ο κλώστης που είναι παμπάλαιο σύνεργο αναφέρεται σε πολλές καταγραφές. (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας), όπως του 1751, Νο 88: ” … και ένας κλώστης”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κλώστης /ὁ/ = ὁ κλωστήρ, ἡ σιδηρᾶ ἄτρακτος μετὰ στεφάνης καὶ ἀγκύλης κατὰ τὸ ἄνω ἄκρον διὰ τῆς ὁποίας συστρέφεται (στρίβεται) τὸ νῆμα.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.