κλήρος ή λαχίδι
κομμάτι της γης που προερχόταν είτε από μοιρασιά αδερφών είτε από προίκα ή κληρονομιά.
φρ.: “Έχω έναν κλήρο στο Βατιά” – “Έχω κι εγώ ένα λαχίδι αμπέλι στην Κοπάνα”.
ΒΑ¨. Φωτεινός, Γ΄: “Και το χωράφι στην Καλή, οπού ΄ναι μητρικό της / και το λαχίδι στου Ζαχιά και τ΄ άλλο στο Σπαθάρι …”.