κοιλορεύω
κ΄λορεύω = είμαι άρρωστος, υποφέρω.
φράσεις: “Τι κάνεις, πώς είσαι;” – “Τι να κάμω; Κ΄λορεύω. Έχω έξι μήνες τώρα …”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Δηλαδή (κάποιος) υποφέρει από κοιλόπονο. Έχει όμως και την έννοια ότι περνάει ώρες στο κρεβάτι από τεμπελιά.
Ετυμολογικά ο Λάζαρης, όσον αφορά το δεύτερο μισό της λέξης, αναφέρει (ίσως τυπογραφικό λάθος) το ρήμα ρέω, αντί του ορθού ρεύω, όπως τόχει η ίδια η λέξη, και σημαίνει εξαντλώ. Ο Βαλαωρίτης στο Φωτεινό (Α΄στ. 5) λέει, απευθυνόμενος στο Μήτρο: Δυό μήνες έρρεψα εδεδώ…”. Επομένως ο κοιλορεύων είναι στο κρεβάτι εξαντλημένος από κοιλόπονο ή άλλη αιτία. Και ίσως κάποιος να το εκμεταλλεύεται αυτό για να χουζουρέψει. Ο Κούβελης στα “Ξηρομερίτικα” του αποδίδει το κοιλορεύω: “υποφέρω από κοιλόπονω και οικουρώ, κοιμάμαι με τις ώρες”.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης