κεραντσάνα (η)
ξαστεριά, ύστερα από κρύα νύχτα, ευδία. Μετά τη θύελλα η ξαστεριά.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κεραντσάνα /ἡ/ (Ἰ. chiaranzana) = εὐδία μετὰ παγετόν, ἡλιόφωτος χειμερινὴ νηνεμία μετὰ σφοδρὰν παγοθύελλαν.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης