κεψές (η)
τρυπητή κουτάλα ρηχή, για τ ξάφρισμα των φαγητών, ιδίως του κρέατος. Για τους γάμους, χρησιμοποιούσαν ειδικές μεγάλες κέψες με μακριά λαβή. Σε κατγρφ. περιουσίας του 1786 (ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) βρίσκομε: ” … και μια κεψέ)
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κεψὲ /ἡ/ (Τ. κεπτσέ, Π.Τ. κεφτσὲ) = ἐξαφριστήρ, τρυπητὴ κουτάλα.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης