Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κατσούλα (η)

  1. κάλυμμα πρόχειρο της κεφαλής σε περιπτώσεις βροχής ή κακοκαιρίας γενικά. για κατσούλα οι χωρικοί – κυρίως-  χρησιμοποιούσαν ένα παλιό ρούχο.
  2. πρόχειρο επιστέγασμα.
  3. η κωνοειδής κορυφή του χωριάτικου φούρνου. Σε ερώτηση: “Κι εγώ πού θα κάτσω;” απαντάμε: “στ΄ φούρνου τ΄ν κατσούλα”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κατσοῦλα /ἡ/ (Ἰ. cazzuola, Ἀλ. κεσούλεα, κατσοῦλj-ι) = κουκκοῦλα, στέγαστρον· (στ’ φούρνου τὴν κατσοῦλα), λοφίον πουλερικῶν.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Η σκούφια, ρουμάνικα cacula, λέγει ο Ανδριώτης. Ο Κοντομίχης το αποδίδει: κάλυμμα πρόχειρο της κεφαλής σε περίπτωση βροχής. Και το κάλυμμα αυτό – λέει – γίνεται με ένα αντρικό σακάκι, συνήθως. Το χαρακτηριστικό είναι ότι στο χωριό εμείς λέμε: Ένα πιάτο (φαΐ) κατσούλα (γεμάτο μέχρι πάνω), Τα χόρτα συνήθως στέκονται κατσούλα. Αυτό το χαρακτηριστικό με το φαγητό δεν το αναφέρουν οι άλλοι.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης


Κατσούλα = κουκούλα κάπας ἤ ἐπανωφορίου.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.