κατσούλα (η)
- κάλυμμα πρόχειρο της κεφαλής σε περιπτώσεις βροχής ή κακοκαιρίας γενικά. για κατσούλα οι χωρικοί – κυρίως- χρησιμοποιούσαν ένα παλιό ρούχο.
- πρόχειρο επιστέγασμα.
- η κωνοειδής κορυφή του χωριάτικου φούρνου. Σε ερώτηση: “Κι εγώ πού θα κάτσω;” απαντάμε: “στ΄ φούρνου τ΄ν κατσούλα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κατσοῦλα /ἡ/ (Ἰ. cazzuola, Ἀλ. κεσούλεα, κατσοῦλj-ι) = κουκκοῦλα, στέγαστρον· (στ’ φούρνου τὴν κατσοῦλα), λοφίον πουλερικῶν.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Η σκούφια, ρουμάνικα cacula, λέγει ο Ανδριώτης. Ο Κοντομίχης το αποδίδει: κάλυμμα πρόχειρο της κεφαλής σε περίπτωση βροχής. Και το κάλυμμα αυτό – λέει – γίνεται με ένα αντρικό σακάκι, συνήθως. Το χαρακτηριστικό είναι ότι στο χωριό εμείς λέμε: Ένα πιάτο (φαΐ) κατσούλα (γεμάτο μέχρι πάνω), Τα χόρτα συνήθως στέκονται κατσούλα. Αυτό το χαρακτηριστικό με το φαγητό δεν το αναφέρουν οι άλλοι.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Κατσούλα = κουκούλα κάπας ἤ ἐπανωφορίου.