Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κατσάδα

Κατσάδα /ἡ/ (Ἰ. cacciare) = δριμεῖα ἐπίπληξις, βαρεῖα ἐπιτίμησις.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης  


Κατσάδα και κατσαδιάζω. Επίπληξη, επιπλήττω. cazzada (εκδιώξη). Συνώνυμο του κατσαδιάζω (μαλώνω), η πόστα (ιταλική posta). “Τον έβαλε πόστα” στη θέση … (λατινικό ponere, τοποθετώ, θέτω). Σχετικό και το πόστο και τα πόστα (η πόστα, γαλλικό poste, το ταχυδρομείο).

 Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.