κάτοικας (ο)
ορνιθώνας, σπιτάκι για τις κότες, το ακατάστατο σπίτι, το ασυγύριστο, το μικρό και απεριποίητο.
φράση: “σπίτι είναι αυτό ή κάτοικας;” ΒΑΛ. Φωτεινός Β΄”τέσσεροι τοίχοι κάτασπροι, ο κάτοικας, τ΄ αχούρι…”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κάτ(οι)κας /ὁ/ (κατοικῶ) = ἡ κατοικία τῶν ὀρνίθων, ὁ ὀρνιθών.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
κάτοικας (ὁ): ὁ ὀρνιθώνας, πρόχειρο καλύβι ἀπό πέτρες γιά τίς κότες.
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου
Ορνιθώνας. Ο Βαλαωρίτης σημειώνει “περίεργος είναι η ειδίκευσις αυτή της έννοιας της λέξεως κατοικία”.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Κάτοικας = ὁ ὀρνιθῶνας, πρόχειρο καλύβι ἀπό πέτρες γιά τίς κότες.
Κάτοικας, § τὸ νυκτερινὸν καταφύγιον τῶν ὀρνίθων, τὸ καὶ ἄλλως κούρνια.