κατελωμένος
Ο βρωμιάρης. Από το ρήμα καταλύω (καταλύω – καταλώ – κατελώ και η παθητική μετοχή ιδιωματική κατελωμένος).
Λέμε στο χωριό: κάτι κατελώνει (ενεργητικό εδώ ρήμα) σα ψοφίμι.
Στη μέση φωνή, σημειώνει ο Κριαράς, έχει και την έννοια του “απποσυντίθεμαι” και φυσικά η αποσύνθεση προκαλεί δυσοσμία. Εξ ου και η παρομοίωση “σαν ψοφίμι”.
Το “ελάω” (του ρήματος ελαύνω) του Λαζαρη, άσχετο. Το έλος όμως, λόγω λιμναζόντων υδάτων, έχει κάποια σχέση.
Υπάρχει και το “Κατέλης”, αλλά ποια η σχέση άγνωστο.