κατάρτι (τό)
κατάρτι (τό): ναυπηγική: μακρύ κυλινδρικό κοντάρι ἤ μεταλλικός σωλήνας, ὅπου στηρίζονται τά πανιά τοῦ πλοίου, ἱστός. Ἐπίσης τό κάθετο ξύλο στούς μύλους πού φέρει τίς ἀντέννες, ὁ ἄξων περιστροφῆς, ἐπίσης τό κάθετο ξύλο στό λιτρουβιό, (ΑΡΧ. κατάρτιον, ἱστίον).