Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κατάρτι (τό)

κατάρτι (τό): ναυπηγική: μακρύ κυλινδρικό κοντάρι ἤ μεταλλικός σωλή­νας, ὅπου στηρίζονται τά πανιά τοῦ πλοίου, ἱστός. Ἐπίσης τό κάθετο ξύλο στούς μύλους πού φέρει τίς ἀντέννες, ὁ ἄξων­ περιστροφῆς, ἐπίσης τό κάθετο ξύλο στό λιτρουβιό, (ΑΡΧ. κατάρτιον, ἱστίον).

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.