Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

καρύκι (το)

  1. το σκληρό περικάλυμμα των καρπών, τσόφλι.
    Το εξωτερικό περίβλημα του κουκουλιού του μεταξοσκώληκα. ΒΑΛ. Φωτεινός, Β΄:”Αυτό το βόδι το μανό, π΄ όσο βαθειά ρουχνίζει / τόσο εύκολα μυγιάζεται κι ανεμοστροβιλίζει / και που το κράζουμε λαό, θα σπάσει το καρύκι / και θα προβάλει με φτερά μια μέρα το σκουλήκι”.
  2. καρύκι, το ημισφαιρικό σύνεργο, κομμένο από το μάγουλο της νεροκολοκύθας, με το οποίο, όντας διάτρητο, μαζεύουν το λάδι που επιπλέει στο σκαφίδι του λιτροβειού.
  3. ο χόντρος του λάρυγγα του ανθρώπου. φράση: “Θα σε πιάσω και θα σε καρυκώσω”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Καρύκι /τὸ/ (κάρυον) = τὸ ἐξώφλοιον τῶν ὀσπρίων, σπερματοφόρος κάψα, τὸ πρὸς κατασκευὴν τῆς καρύκας ἀπὸ τὸ πλάγιον τῆς μείζονος κάψης ἀφαιρούμενον τμῆμα τῆς νεροκολοκύνθης (ἐν σχήματι ἡμισφαιρίου) τὸ ὁποῖον χρησιμοποιεῖται πρὸς περισυλλογὴν ἐπιπλέοντος ἐλαίου ἀπὸ τὸ ὑποπροϊὸν τοῦ ἐλαιοτριβείου, ὁ θυρεοειδὴς χόνδρος τοῦ λάρυγγος.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Καρύκι = 1. τό κέλυφος τῶν ὀσπρίων, 2. βαθουλό τεμάχιο ἀπό νεροκολοκύθα πού χρησιμοποιοῦν γιά τό πιάσιμο ὑγρῶν, 3. τό ἐξωτερικό μέρος τοῦ λάρυγγα.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.