καρύκα
Καρύκα /ἡ/ (κάρυον) = ἀπεξηρραμένον κέλυφος νεροκολοκύνθης χρησιμοποιούμενον εἰς τὰ ἐλαιοτριβεῖα ὡς ὄργανον μεταγγίσεως ἀφοῦ ἀποκοπῆ κυκλοτερῶς τμῆμα τῆς μείζονος κάψης (β. λ. καρύκι).
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!