καρροτσέρ(η)ς 23 Ιαν, 2017 Κ 0 Σχόλια 0 Καρροτσέρ(η)ς /ὁ/ (Ἰ. carrozziere) = ὁδηγὸς κάρρου, καρραγωγεύς. καρροτσέρης