καρπολόι (το)
ξυλόφκυρο αλωνιστικό, με δυο έως τέσσερα πλατιά ξυλόδοντα. Μετά το ανέμισμα με τα δικριάνια, έπαιρναν το καρπολόι. Μ΄ αυτό ανέμιζαν τα άχερα που έφευγαν μαζί με τις σκόνες και ο καρπός καθάριζε ολοένα κι έπαιρνε σχήμα σωρού.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
ξυλόφκυρο αλωνιστικό, με δυο έως τέσσερα πλατιά ξυλόδοντα. Μετά το ανέμισμα με τα δικριάνια, έπαιρναν το καρπολόι. Μ΄ αυτό ανέμιζαν τα άχερα που έφευγαν μαζί με τις σκόνες και ο καρπός καθάριζε ολοένα κι έπαιρνε σχήμα σωρού.