καρπέτα (η)
μάλλινο κρεβατοσκέπασμα του αργαλειού, πυκνοϋφαντο και βαρύ.
Συχνά χρησιμοποιείται και ως χαλί. Είναι τόσο γερό ώστε – όπως και πολλά άλλα υφαντά – μεταβιβάζεται ως προικώο από μάνα σε κόρη κ.ο.κ.
Είναι από τα πιο περίτεχνα υφαντά του λευκαδίτικου αργαλειού: έχουν μεγάλη ποικιλία διακοσμητικών θεμάτων και σε κάθε μια καρπέτα είναι ευκολοδιάκριτη η προσωπική συμβολή της υφάντρας. Είναι από τα πιο παλιά παραδοσιακά υφαντά της Λευκάδας. Σε προικοσύμφωνο του 1728 βλέπομε: “και καρπέτα μια”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Καρπέτα /ἡ/ (Ἀγ. carpet, Ἰ. coperto) = πυκνοΰφαντο μάλλινο ταπέτο τοῦ ἀργαλειοῦ χρησιμοποιούμενον καὶ ὡς κλινοσκέπασμα, χαλί.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Καρπέτες, οι: υφαντά κλινοσκεπάσματα, χωρίς χνούδι, με συμμετρικά σχέδια. Πιθανόν η λέξη να ετυμολογείται «εκ νήματος καρπάσου, λινού φυομένου εν Ισπανία», σύμφωνα με το λεξ. Liddell – Scott, (λατ. carpere).
Γλωσσάριο Ιωάννας. Κόκλα