καρούπα
1)οίδημα, μπομπόνι της κεφαλής, ένεκα τραύματος, καρούμπαλο.
2) σπασμένο αγγείο πήλινο ή πορσελάνινο. φρ.: “έκαμε τον μπότη καρούπα” – “έπεσε κι έκαμε το κεφάλι του καρούπα”
2) σπασμένο αγγείο πήλινο ή πορσελάνινο. φρ.: “έκαμε τον μπότη καρούπα” – “έπεσε κι έκαμε το κεφάλι του καρούπα”
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Καρούπα /ἡ/ (Ἰ. carruba, Τ. καρὶπ) = τραυματικὸν οἴδημα κεφαλῆς, καρούμπαλο, (κορύπτω, Λ. corruptus) = τεθραυσμένον ἀγγεῖον, σπασμένο τσουκάλι. «τὤκαμε τὸ κεφάλ’ καροῦπα», «ἔκαμε τὸ ρομπόλι καροῦπα».
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης