Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

καρούπα

1)οίδημα, μπομπόνι της κεφαλής, ένεκα τραύματος, καρούμπαλο.
2) σπασμένο αγγείο πήλινο ή πορσελάνινο. φρ.: “έκαμε τον μπότη καρούπα” – “έπεσε κι έκαμε το κεφάλι του καρούπα”

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Καρούπα /ἡ/ (Ἰ. carruba, Τ. καρὶπ) = τραυματικὸν οἴδημα κεφαλῆς, καρούμπαλο, (κορύπτω, Λ. corruptus) = τεθραυσμένον ἀγγεῖον, σπασμένο τσουκάλι. «τὤκαμε τὸ κεφάλ’ καροῦπα», «ἔκαμε τὸ ρομπόλι καροῦπα».

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.