Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κάρκανο (το)

το καμένο ψωμί, το καμένο κρέας, ψάρι κ.λπ.
“Το ΄καμες κάρκανο το ψωμί, το ρούφηξε η φωτιά. Το ρήμα είναι καρκανιάζω και το καμένο φαγητό καρακανιασμένο.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κάρκανο /τὸ/ (Ἰ. carcame) = ἀπεξηραμένος δι’ ἐψήσεως, ἀπηνθρακωμένος.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Κάρκανο = ἀπανθρακωμένο πρᾶγμα, καρκάνιασε τό ψωμί στό φοῦρνο (ἔγινε κάρβουνο).

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.