Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

καρκαλέτσι (το)

ο επίμονος βήχας των μικρών παιδιών, ο κοκκύτης.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Καρκαλέτσι /τὸ/ (ἠχητ., Ἀλ. καρκαλjέτσ ι) = ὁ ἐπιδημικὸς σπασμωδικὸς βὴξ τῶν νηπίων, ὁ κοκκύτης.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Καρκαρέτς. Το καρκαλίτσι, ο κοκκίτης, βήχας έντονος και επίμονος. Για το λεξικό καρκαλέτσος (και καρκαλέτσι) είδος ακρίδος και μεταφορικά επ΄ ανθρώπου ο πανύψηλος και κάτισχνος (Σταματάκος). Ο Λάζαρης αλβανικό.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.