Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

καριόλα (η)

μονότροχη χειράμαξα με δυο χειρολαβές (μπρατσόλια) που χρησιμοποιείται για μικρομεταφορές υλικών σε κήπους, αγρούς, οικοδομές κ.λπ.
Όταν η λέξη αναφέρεται σε γυναίκα είναι λέξη δυσφημιστική: “Μωρή καριόλα …”, δηλ. ανήθικη, αθυρόστομη, ασυμμάζευτη. Η δυσφήμιση καλύπτει μια μικρή κατηγορία ανδρών.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Καριόλα /ἡ/ (Ἰ. cariuola) = μονότροχον χειραμάξιον.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.