Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κάργα (επίρρ.)

  1. γεμάτο ως απάνω. Το βαρέλι είναι κάργα γεμάτο = μέχρι απάνω. “η στέρνα μας με τη βροχή γιόμισε κάργα”
  2. σφιχτό δέσιμο, “δέσε τα σακιά κάργα μη λυθούν”
  3. στη ναυτική γλώσσα: “τραβάτε κάργα το κουπί”.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.