κάργα (επίρρ.)
- γεμάτο ως απάνω. Το βαρέλι είναι κάργα γεμάτο = μέχρι απάνω. “η στέρνα μας με τη βροχή γιόμισε κάργα”
- σφιχτό δέσιμο, “δέσε τα σακιά κάργα μη λυθούν”
- στη ναυτική γλώσσα: “τραβάτε κάργα το κουπί”.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!