Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

καραπαπάς (ο)

  1. κουζινικό σκεύος, κατσαρόλα.
  2. είδος μεζέ: το περικάρδιο του σφαχτού που το παραγεμίζουν με εντόσθια και το ψήνουν. Επίδραση από την Ακαρνανία. Η συνήθεια σπανίζει στη Λευκάδα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.