καραπαπάς (ο)
- κουζινικό σκεύος, κατσαρόλα.
- είδος μεζέ: το περικάρδιο του σφαχτού που το παραγεμίζουν με εντόσθια και το ψήνουν. Επίδραση από την Ακαρνανία. Η συνήθεια σπανίζει στη Λευκάδα.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!