Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

καραούλι (το)

  1. ψηλό μέρος που δεσπόζει της γύρω περιοχής κι απ΄ όπου κατοπτεύει κανείς μακριά. “Έπιασε καραούλι ο αγροφύλακας και τους είδε”.
  2. φυλάω, παραμονεύω, ενεδρεύω. “Του ΄στησε καραούλι και τον έπιασε που έκλεβε σύκα” – “Του φύλαγε καραούλι και τον τουφέκισε”. ΒΑΛ. Αθαν. Διάκ. Α΄3: “Πάρε το μάτι του αετού και τ΄ αλαφιού το πόδι / και την αγρύπνια του λαγού και στήσε καραούλι”.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.