καρανιάζω
διψώ πολύ. Εκαράνιασα από τη δίψα, φρίγηκε το λαρύγγι μου.
Κατάρα: “Μωρέ καρανιασμένο”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Καρανιάζω (κερχνάω; Ἰ. chiarina-are) = ξηραίνομαι τὸν φάρυγγα ἐκ δίψης.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Καράνιασα απ΄ δίψα.
Δεν είναι άλλο απ΄ το καρκανιάζω, παρετυμολογία της λέξης κάρκανο, ξερό. Κάρκανος είναι ο τραχύς κατά τον λεξικογράφο Ησύχιο). Την εξήγηση αυτή δίνει ο Φιλίντας στη Γλωσσογνωσία του Γ’ 168. Καράνιασα, δηλ. στέγνωσε ο φάρυγγας μου, κόλλησε το στόμα μου, ξεράθηκε (από τη δίψα).
Για το κάρκανο, απ΄ όπου η λέξη μας, λέμε το ψωμί έγινε κάρκανο, στο φούρνο κλπ. Παραψήθηκε δηλαδή. Ο Λάζαρης το πάει αλλού.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Καρανιάζω = στεγνώνει τό στόμα μου ἀπ᾿ τή δίψα, καράνιασα γιά νερό (στέγνωσε τό στόμα μου γιά νερό).