καραγλάς
(Καραουλάς, καραούλι). Το παρατηρητήριο. Ίσως τούρκικο karakol (φρουρά) και Καρέγκλα, η καθέρδα. καρέγλας, διφθροπηγός ( ο μαραγκός αρμάτων). Βλ. Σκαρλάτο σελ. 554. καρσάνικο παρατσούκλ. (τσοτσολέινο).
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!