Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

καπάτσος (ο)

ο επιτήδειος, ο πεπειραμένος, ο καταφερτζής.
Η ικανότητα του καπάτσου = καπατσοσύνη

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Καπάτσος -α -ο (Ἰ. capace) = ἱκανός, ἐπιτήδειος, ἐπιδέξιος, ἔμπειρος.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.