καντηλιέρης (ο)
επιτραπέζιο λυχνάρι, πολύφωτο ή μονόφωτο. Το λυχνάρι της γωνιάς.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Καντ(η)λιέρης /ὁ/ (Ἰ. candeliere, Ἀλ. κανdιλjέρ-ι) = ἐπιτραπέζιον πολύφωτον ἐλαίου ἐξ ὀρειχάλκου.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης