κανάτα (η)
- πήλινο ή λάτινο σκεύος που χωρούσε 4 καρτούτσα. Με τις κανάτες μετρούσαν κυρίως το γάλα.
- δοχείο πήλινο ή πορσελάνινο για να βάνουν μέσα νερό, λάδι ή κρασί. Αυτό κυρίως στην πόλη.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κανάτα /ἡ/ (Α.Τ. κανάτ, Ἀλ. κανάτε-α) = μέτρον χονδρικῆς ἀγοραπωλησίας γάλακτος ἴσον πρὸς 4 Ἰον. καρτοῦτσα ἤ 344 δράμια (1 χιλ/μον καὶ 102 γραμ/α).
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης