Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κανάλι (το)

  1. ο δίαυλος του λιμανιού της Λευκάδας – λέγεται και αυλάκι (αύλαξ)
  2. κανάλι αέρα: στο σοκάκι αυτό καναλίζει, έχει δροσά πολύ.
  3. Οι καλοσιδερωμένες πτυχές των γυναικείων φορεμάτων. Τα καναλωτά χωριάτικα φορέματα.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κανάλι /τὸ/ (Ἰ. canale) = σωλήν, ὀχετός, δίαυλος, πορθμός.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.