καμιζέτο (το) και καμπ(ι)ζέτα
γυναικείο εσωτερικό ρούχο, είδος στηθόδεσμου, κεντημένο. (Η λαϊκή Λευκαδίτικη φορεσιά, σελ. 67, εκδ. ΕΟΜΕΧ).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Καμπ(ι)ζέτα /ἡ/ (Ἰ. camiciotto) = ἐσώρουχον τῆς ἐγχωρίου γυναικείας ἐνδυμασίας περιβάλλον τὸν θώρακα ἐν εἴδη στηθοδέσμου.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης