Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κάμα (η)

φονικό μαχαίρι που δεν απόλειπε από τους παλικαράδες και τους κακούργους ή μπράβους (… στα παλιά χρόνια). Πολλές τέτοιες κάμες είχαν απάνω χαραγμένα ερωτικά δίστιχα και καημούς και πάντα τις δύο βαρύηχες λέξεις: Αχ, Βαχ,
Οι κάμες ήταν αμφίστομες κεντημένες μπρούτζινες λαβές. Γνωστοί και φημισμένοι ντόπιοι τεχνίτες μαχαιροποιοί χάραζαν καημούς και ντέρτια. Ο τελευταίος μαχαιροποιός Αναστα. Κατωπόδης, απ΄το χ. Πόρος, δούλευε μέχρι το 1941. Τότε σταμάτησε γιατί και οι Ιταλοί τον υποψιάζονταν αλλά και οι κάμες δεν είχαν πια ζήτηση.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κάμα /ἡ/ (Π.Τ. κάμα) = ἀμφίστομος μάχαιρα φερομένη ὑπὸ τῶν κουτσαβάκηδων πρὸς χρῆσιν ἄσχετον τέχνης ἢ ἐπαγγέλματος.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.