καλούμα (η)
- το σχοινί με το οποίο δένομε και ρυμουλκούμε μια βάρκα.
- ο σπάγκος που χρησιμοποιούμε για το πέταγμα των χαρταετών.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Καλοῦμα -ο /ἡ, τὸ/ (Ἰ. calumare) = σχοινίον ρυμουλκήσεως ἐφολκίων ἢ ἑλκυσμοῦ οἱουδήποτε βαρέως ἀντικειμένου.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης