καλοκούρμαγος -η -ο 16 Ιαν, 2017 Κ 0 Σχόλια 0 Καλοκούρμαγος -η -ο (καλῶς-ἀκροῶμαι) = ὑπάκουος, εὐπειθής, ἀγαθός.