καλκεκόσα
γλύκισμα, λιχουδιά, επιδόρπιο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Καλκεκόσα (Ἰ. qualche-cosa) = γλύκισμα, λίχνευμα, τράγημα.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
γλύκισμα, λιχουδιά, επιδόρπιο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Καλκεκόσα (Ἰ. qualche-cosa) = γλύκισμα, λίχνευμα, τράγημα.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης